αεριστήρι

αεριστήρι
το [αερίζω]
1. χειροκίνητο όργανο για τον αερισμό τού προσώπου κυρίως, βεντάλια, αερίστρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • αερίστρα — η [αερίζω] 1. εργάτρια ή υπηρέτρια που έχει τη φροντίδα τού αερισμού ενός χώρου τροφίμων ή ενδυμάτων 2. βεντάλια, αεριστήρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”